ἕκαλος

ἕκαλος
ἕκᾱλος , ἕκηλος
at rest
masc/fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”